-
1 ὁλό-κληρος
ὁλό-κληρος, in allen seinen Theilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαϑεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασϑαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασϑαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.
-
2 ὁλόκληρος
ὁλόκληρ-ος, ον,A complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA 585b36 ; uncastrated,κίχλαι Pl.Com.174.9
;τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10
, cf. Men.233, Luc.Asin.33 ;ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti. 44c
;σῶμα Diog.Oen.39
;ὁ. μὲν.. ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν.., ὁ. δὲ.. καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι
perfect, complete,Pl.
Phdr. 250c ;ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg. 759c
;ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8
; also of evils,ὁ. πήρωσις Democr.296
;[ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN 1121b19
, cf. 1126a12 ; simply, whole, complete,ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386
;ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12
(iv A. D.) ;ὁ. οἰκία PLond.3.930.13
, etc. ; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv.- ρως Erot.
s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόκληρος
См. также в других словарях:
απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… … Dictionary of Greek